φιέλη
English (LSJ)
v. φιάλη.
German (Pape)
[Seite 1273] ἡ, ion. Form für φιάλη, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
φιέλη: Ἰων. ἀντὶ φιάλη.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. φιάλη.
v. φιάλη.
[Seite 1273] ἡ, ion. Form für φιάλη, VLL.
φιέλη: Ἰων. ἀντὶ φιάλη.
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. φιάλη.