φιλάρπαξ

English (LSJ)

αγος, ὁ, ἡ, fond of rapine, ravenous, AB 1199.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάρπαξ: αγος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἁρπαγήν, φίλος τῆς ἁρπαγῆς, ἁρπακτικός, Α. Β. 1199.

Greek Monolingual

-αγος, ὁ, ἡ, Μ
βλ. φιλάρπαγας.