φιλαίτερος

English (LSJ)

φιλαίτατος, irreg. Comp. and Sup. of φίλος (q.v. sub fin.).

German (Pape)

[Seite 1274] u. φιλαίτατος, unreg. comp. u. superl. zu φίλος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

v. φίλος.

Russian (Dvoretsky)

φιλαίτερος: Xen. compar. к φίλος I.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαίτερος: φιλαίτατος, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθετ. τοῦ φίλος (ὃ ἴδε ἐν τέλει).

Greek Monotonic

φῐλαίτερος: φιλαίτατος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του φίλος.

Middle Liddell

[irreg. comp. and Sup. of φίλος