φιλαπεχθημόνως
German (Pape)
[Seite 1275] adv. von φιλαπεχθήμων; Plat. λοιδορουμένους τε αὑτοῖς καὶ φιλαπεχθημόνως ἔχοντας Rep. VI, 500 b; Luc. hist. conscr. 59 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec malveillance.
Étymologie: φιλαπεχθήμων.
Russian (Dvoretsky)
φιλαπεχθημόνως: враждебно, неприязненно, сварливо (ἔχειν τινί Plat.; κατηγορεῖν τινος Luc.).
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. φιλαπεχθήμων.