φιλεραστὴς

Greek (Liddell-Scott)

φῐλεραστὴς: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὸν ἐραστὴν ἢ ἀρεσκόμενος νὰ ἔχῃ ἐραστὰς, Πλάτ. Συμπ. 192Β, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 26.