φιλιστορία
Greek (Liddell-Scott)
φῐλιστορία: ἡ, φιλομάθεια, Γρηγ. παρὰ Βασιλ. τόμ. 1, σελ. 320C.
Greek Monolingual
ἡ, Α φιλίστωρ, -ορος]
φιλομάθεια.
φῐλιστορία: ἡ, φιλομάθεια, Γρηγ. παρὰ Βασιλ. τόμ. 1, σελ. 320C.
ἡ, Α φιλίστωρ, -ορος]
φιλομάθεια.