φιλλυρέα

English (LSJ)

ἡ, v. φιλυρέα.

German (Pape)

[Seite 1278] ἡ, ein Baum, wahrscheinlich einerlei mit φίλυρα, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

φιλλῠρέα: ἡ, ἴδε φιλυρέα.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βοτ. βλ. φιλυρέα.