-ορος, ὁ, ἡ, = φιλίστωρ, Steph. in Gal.1.265D., Hsch.
[Seite 1280] ορος, = φιλίστωρ, Hesych.
φῐλοΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, = φιλίστωρ, Ἡσύχ.
-ορος, ὁ, ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) φιλομαθής, φιλίστωρ.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἵστωρ / ἴστωρ «γνώστης»].