φιλοδεσποτία

Greek Monolingual

και δ. γρφ. φιλοδεσποτεία, ἡ, Α φιλοδέσποτος
αφοσίωση προς τον δεσπότη, το να είναι κανείς αφοσιωμένος στον κύριό του.