φιλοκλέαρχος

English (LSJ)

ὁ, friend of Clearchus, Plu.Art.13.

German (Pape)

[Seite 1281] Freund des Klearchus, Plut. Artax. 13.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκλέαρχος:друг или приверженец Клеарха Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκλέαρχος: φίλος τοῦ Κλεάρχου, Πλουτ. Ἀρτοξ. 13.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φίλος του Κλεάρχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + Κλέαρχος].