φιλοπότις

English (LSJ)

ιδος, fem. of φιλοπότης, Ael.VH2.41.

German (Pape)

[Seite 1284] ἡ, fem. von φιλοπότης, Ael. V. H. 2, 41.

French (Bailly abrégé)

ιδος
fém. c. φιλοπότης.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπότις: -ιδος, θηλ. τοῦ φιλοπότης, Αἰλ. Ποικ. ἱστ. 2. 41.

Greek Monolingual

-ιδος, η, ΝΜΑ
βλ. φιλοπότης.