φιλοπώτης

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπώτης: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ φιλοπότης, Κῶδ. Ἑνετ. τοῦ Ἀθην. 430C, 433Β, 438C· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 456, Παραλ. 445.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. φιλοπότης.

German (Pape)

ὁ, seltenere Nebenform von φιλοπότης, s. Lobeck Phryn. p. 456.