φιλοχρημάτως

French (Bailly abrégé)

adv.
par amour de l'argent, avec avarice.
Étymologie: φιλοχρήματος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοχρημάτως: сребролюбиво, корыстолюбиво: φ. ἔχειν Isocr. быть корыстолюбивым.