φιλόπικρος

English (LSJ)

φιλόπικρον, fond of what is bitter, Arist.EE1227b11.

German (Pape)

[Seite 1283] das Bittere liebend, Arist. eth. eud. 2, 10.

Russian (Dvoretsky)

φιλόπικρος: любящий горечь Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόπικρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ πικρά, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 10. 28.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσουν τα πικρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πικρός.