φιλόπτορθος

English (LSJ)

φιλόπτορθον, loving young shoots, epithet of bees, Nonn. D. 13.261.

German (Pape)

[Seite 1284] junge Sprossen, Schößlinge liebend, Beiw. der Biene, Nonn. D. 13, 261.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόπτορθος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς πτόρθους, τοὺς νέους κλάδους, ἐπίθ. τῶν μελισσῶν, Νόνν. Διονυσ. 13. 261.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) (για μέλισσες) αυτός που του αρέσουν τα τρυφερά κλαδιά, τα βλαστάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πτόρθος «νεαρό, τρυφερό βλαστάρι»].