φιλόϋπνος
German (Pape)
[Seite 1288] = φίλυπνος, Polem. physiogn. 2, 19.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόϋπνος: -ον, = φίλυπνος, Ἰω. Κυριώτης ἢ Γεωμέτρης ἐν τῷ «Παραδείσῳ» 51.
Greek Monolingual
-ον, Μ
βλ. φίλυπνος.
[Seite 1288] = φίλυπνος, Polem. physiogn. 2, 19.
φῐλόϋπνος: -ον, = φίλυπνος, Ἰω. Κυριώτης ἢ Γεωμέτρης ἐν τῷ «Παραδείσῳ» 51.
-ον, Μ
βλ. φίλυπνος.