Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φλεβόκομβος
Greek Monolingual
ο, Ν (ανατ.-φυσιολ.) σωρός ειδικών μυοκαρδιακών κυττάρων κατάμήκος της τελικής αύλακας της επιφάνειας του δεξιού κόλπου της καρδιάς από τον οποίο εκπορεύονται ειδικές ίνες, που φέρονται προς τα κάτω, υπό το επικάρδιο. [ΕΤΥΜΟΛ.<φλέβα+κόμβος.