φλιδιόωντο

English (LSJ)

διέποντο, ἐτέμνοντο, and ἔφλιδεν· διέρρεεν, ἐρρήγνυεν.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «φλιδιόωντο
διεσπώντο, ἐτέμνοντο».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι-δ- (βλ. λ. φλίω)].