φλομώδης

English (LSJ)

ες, like mullein, Hsch. s.v. αἰθιοπίς, prob. for φλογμώδης in Gal.19.152.

Greek (Liddell-Scott)

φλομώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς φλόμον, Ἡσύχ. ἐν λέξ. αἰθιοπίς, καὶ πιθαν. γραφὴ παρὰ Γαληνῷ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α φλόμος
(κατά τον Ησύχ.) όμοιος με το φυτό φλόμος.