φοίβασμα

German (Pape)

[Seite 1295] τό, das Geweissagte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φοίβασμα: τό, προφητεία, χρησμός, τὸ φοίβασμα καὶ κόμψευμα τῶν τερατολογούντων Κ. Μανασσ. Χρον. 3521, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss τ. 8, σ. 139.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, Μ φοιβάζω
προφητεία, χρησμός.