φοιβητεύω

English (LSJ)

to be a prophet, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1295] ein φοιβητής sein, prophezeien, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φοιβητεύω: εἶμαι φοιβητής, «φοιβητεύειν· χρησμῳδεῖν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α φοιβητός
(κατά τον Ησύχ.) είμαι προφήτης.