φοξότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, pointedness, tapering shape of head, Gal.17(1).822.

German (Pape)

[Seite 1298] ητος, ἡ, Spitzigkeit, spitz zulaufende Gestalt, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

φοξότης: ἡ, ὀξὺ σχῆμα, Σχόλ. εἰς Γαλην. παρὰ Daremberg. Notices et extr. des mannuscr. médicaux μέρ. 1, σ. 109, 36.

Greek Monolingual

-ότητος, ἡ, ΜΑ φοξός
η ιδιότητα του φοξού, αιχμηρότητα.