φούξια
Greek Monolingual
η, το, Ν
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια οναγρίδες, αλλ. σκουλαρίκια
2. (το ουδ.) το χρώμα του άνθους του φυτού αυτού, ανοιχτό κόκκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fuchsia, από το όν. του Γερμανού βοτανολόγου Leonhard Fuchs].