φράσσεται

English (LSJ)

Ep. aor. 1 subj. of φράζω (q.v.), Od.24.217.

Greek (Liddell-Scott)

φράσσεται: Ἐπικ. ἀντὶ φράσεται, μέλλ. τοῦ φράζω, Ὀδ.

Greek Monotonic

φράσσεται: Επικ. γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του φράζω.