φραγκισκανοί
Greek Monolingual
οι, Ν
εκκλ. μοναχικό τάγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που ιδρύθηκε από τον Αγιο Φραγκίσκο της Ασίζης στις αρχές του 13ου αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. franciscan(s) < μσν. λατ. Franciscus «Φραγκίσκος (της Ασίζης)» + κατάλ. -an].