φρεάτιος
English (LSJ)
α, ον, = φρεατιαῖος, Ruf.Fr.66, Gp.2.6.33, Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 1304] zum Brunnen gehörig, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
φρεάτιος: -α, -ον, = φρεατιαῖος, ἐν τόποις τοῖς μὴ ἔχουσιν ὕδωρ, μήτε ἐπίρρυτον, μήτε πηγαῖον, μήτε φρεάτιον Γεωπον. 2. 6, 33, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-α, -ο / φρεάτιος, -ία, -ον, ΝΜΑ φρέαρ, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φρέαρ, πηγαδήσιος
2. αυτός που προέρχεται από φρέαρ
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. φρεάτιο
νεοελλ.
φρ. «φρεάτιος ορίζοντας»
γεωλ. ο υδροφόρος ορίζοντας.