[ᾱ], cf. πηρός· βλαψίφρων, Hsch.
Α(κατά τον Ησύχ.) «βλαψίφρων».[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ἐν + πηρῶ / πᾱρῶ (< πηρός «ανάπηρος»)].