φροντιστέον

English (LSJ)

one must take heed, E.IT468; οὐ πάνυ ἡμῖν οὕτω φ. τί ἐροῦσιν οἱ πολλοί Pl.Cri.48a: c. gen., μέχρι πόσου φ. [τῶν ἀνθρώπων] Epicur.Nat.28.6; οὐ φ. τινός Str.16.4.16.

Greek (Liddell-Scott)

φροντιστέον: ῥημ. ἐπιθ. τοῦ φροντίζω, δεῖ φροντίζειν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 468· οὐ πάνυ ἡμῖν οὕτω φρ. ὅ τι ἐροῦσιν οἱ πολλοὶ Πλάτ. Κρίτων 48Α· οὐ φρ. τινὸς Στράβ. 775.

Greek Monotonic

φροντιστέον: ρημ. επίθ. του φροντίζω, αυτό που πρέπει να λάβει φροντίδα, σε Ευρ., Πλάτ.