φρουρητικός
English (LSJ)
φρουρητική, φρουρητικόν, fit for watching or guarding, Iamb.Myst.3.10, Dam.Pr.96,252, Procl.Inst.145,154, Lyd.Mens.4.67.
German (Pape)
[Seite 1310] zum Bewachen geschickt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φρουρητικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος εἰς φρούρησιν ἢ φυλακήν, Ἰαμβλ. Μυστ. 3. 10, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ φρουρῶ
κατάλληλος ή ικανός για φρούρηση.