φρυγανοειδής

English (LSJ)

φρυγανοειδές, = φρυγανώδης, Dsc.3.36, 154.

Greek (Liddell-Scott)

φρῡγᾰνοειδής: -ές, = φρυγανώδης, Διοσκ. 3. 38.

Greek Monolingual

-ές, Α
φρυγανώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + -ειδής].