φτερνιστήρι

Greek Monolingual

το / πτερνιστήριον, ΝΜ
ο πτερνιστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτερνιστήρ. Ο τ. φτερνιστήρι, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- σε διαρκές -φ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό)].