φυγαδεῖον

English (LSJ)

τό, place of refuge, φυγαδεῖα δούλων LXX 2 Es.4.15: written φυγάδιον ib.Nu.35.15.

German (Pape)

[Seite 1311] τό, Zufluchtsort, Freistatt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγᾰδεῖον: τό, τόπος καταφυγῆς, καταφύγιον, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΕ΄, 15).

Greek Monolingual

και φυγάδιον, τὸ, Α φυγαδεύω
καταφύγιο, άσυλο.