φυλακάρχης

English (LSJ)

φυλακάρχου, ὁ, commandant of the watch, PCair.Zen.6.23 (iii B. C.), OGI754.5 (Hieropolis).

Greek Monolingual

ὁ, Α
επικεφαλής της φρουράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, -ακος + -άρχης].