φυλακτήρ
English (LSJ)
φυλακτῆρος, ὁ, poet. for φύλαξ, in plural, Il.9.66,80, 24.444 φῠλᾰκ-τηρία, ἡ, = παννυχίς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1313] ῆρος, ὁ, = φύλαξ, Il. 9, 66. 80 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
φῠλακτήρ: ῆρος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ φύλαξ, Ἰλ. Ι. 66, 80, Ω. 444, ἐν τῷ πληθ.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
φῠλακτήρ: -ῆρος, ὁ, ποιητ. αντί φύλαξ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Middle Liddell
φῠλακτήρ, ῆρος, ὁ, [poetic for φύλαξ, Il.]