φυλακτόν
Greek (Liddell-Scott)
φυλακτόν: τό, = φυλακτήριον 2, ἐξουθενῶν τὰ λεγόμενα φυλακτὰ καὶ τοὺς λεγομένους ἐξορκισμοὺς Βίος Νείλου Νεωτ. σ. 4.
φυλακτόν: τό, = φυλακτήριον 2, ἐξουθενῶν τὰ λεγόμενα φυλακτὰ καὶ τοὺς λεγομένους ἐξορκισμοὺς Βίος Νείλου Νεωτ. σ. 4.