φυλλοτόμος

English (LSJ)

φυλλοτόμον, cutting off leaves, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1315] Blätter, Laub abschneidend, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλοτόμος: -ον, ὁ τέμνων φύλλα, Γλωσσ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.

Greek Monolingual

ο / φυλλοτόμος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
γένος υμενόπτερων εντόμων, τών οποίων οι προνύμφες σχηματίζουν στοές στα φύλλα διαφόρων δένδρων
αρχ.
αυτός που κόβει, που τρυπάει τα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. δρυ-τόμος, λαιμο-τόμος.