φυρατέον

English (LSJ)

one must mix, knead, Dsc.5.88.

Greek (Liddell-Scott)

φῡρᾱτέον: πρέπει τις νὰ ἀναμίξῃ, νὰ ζυμώςῃ, Διοσκ. 5. 3.