φυσιγγοθήκη

Greek Monolingual

η, Ν
στρ. θήκη για φυσίγγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσίγγη + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].