φωνασκῶ

Mantoulidis Etymological

(=καλλιεργῶ τή φωνή μου). Ἀπό τό φωνασκόςφωνή + ἀσκῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα φημί.