φωνοβόλος

English (LSJ)

φωνοβόλον, causing to sound, c. gen., σάλπιγγος Hsch. s.v. σαλπιγκτής.

Greek (Liddell-Scott)

φωνοβόλος: -ον, ὁ ἐκπέμπων φωνήν, μετὰ γεν., σάλπιγγος Ἡσύχ. ἐν λ. σαλπιγκτής.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εκπέμπει φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο-βόλος.