φωνωδία

Greek Monolingual

η, Ν
μουσ. η τέχνη ή η ενέργεια του να τραγουδάει κανείς χωρίς να προφέρει τις λέξεις, να τραγουδάει χωρίς λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -ωδία (< -ωδός < ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ψαλμ-ωδία. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. vocalisation και μαρτυρείται από το 1888 στον Γ. Λαμπίρη].