φωτιστής

Greek (Liddell-Scott)

φωτιστής: -οῦ, ὁ, ὁ φωτίζων, ὁ τῆς ἀληθείας φωτιστὴς Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 397C.

Greek Monolingual

ὁ, Α φωτίζω
αυτός που φωτίζει κάτι, που φέρνει κάτι στο φως («ὁ τῆς ἀληθείας φωτιστής», Γρηγ. Νύσσ.).