φωτοφόρο

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. το φωτεινό όργανο τών πυγολαμπίδων και άλλων οργανισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photophore].