φῄς

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. ind. prés. de φημί.

English (Autenrieth)

see φημί.

Greek Monotonic

φῄς:I. βʹ ενικ. του φημί. II. φῆς, φῆσθα, Επικ. αντί ἔφης, βʹ ενικ. αορ. βʹ.

Russian (Dvoretsky)

φῄς: или φής 2 л. sing. praes. к φημί.