φῖλος

English (LSJ)

εος, τό, = φιλία, Epigr.Gr.289.6 (Caria, written φεῖλος).

Greek (Liddell-Scott)

φῖλος: τό, = φιλία, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 289. 6.