χάλαβρο

Greek Monolingual

το, Ν
σωρός από βράχια που κατρακύλησαν από βουνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. χαλαβρός, παρλλ. του επιθ. χαλαρός (βλ. και λ. χάρβαλο)].