χάπτω

Greek Monolingual

Μ
καταπίνω, καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω» με δάσυνση του αρχικού συμφώνου (πρβλ. τα γοτθ. hafjan, γερμ. happen, με τα οποία συνδέεται το ρ., βλ. και λ. κάπτω)].