Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χάχας
Greek Monolingual
ο, Ν 1. αυτός που χάσκει, που μένει με το στόμα ανοιχτό 2. (κατ' επέκτ.) α) ανόητος, μάπας β) αυτός που γελά χωρίς να υπάρχει ιδιαίτεροςλόγος, που χαχανίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο του γέλιου χα χα].