χέδροψ

German (Pape)

[Seite 1341] οπος, ὁ, = Folgdm; poet. bei Ath. XIII, 596 a; χέδροψι Plut. Symp. 7, 2,3.

Russian (Dvoretsky)

χέδροψ: οπος adj. стручковый, бобовый (καρποί Arst.).