χήνιος

German (Pape)

[Seite 1353] = χήνειος, zw.

Greek (Liddell-Scott)

χήνιος: -α, -ον, μεταγενέστ. τύπος τοῦ χήνειος, Ἱππιατρ. σ. 45. 23., 51, 6 καὶ 7., 118, 10, Ἀρτεμίδ., κλπ.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Μ
βλ. χήνειος.